- ἐπιθαλασσία
- ἐπιθαλασσίᾱ , ἐπιθαλάσσιοςlyingfem nom/voc/acc dualἐπιθαλασσίᾱ , ἐπιθαλάσσιοςlyingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιθαλασσίᾳ — ἐπιθαλασσίᾱͅ , ἐπιθαλάσσιος lying fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλάσσια — ἐπιθαλάσσιος lying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλασσίας — ἐπιθαλασσίᾱς , ἐπιθαλάσσιος lying fem acc pl ἐπιθαλασσίᾱς , ἐπιθαλάσσιος lying fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθαλασσίαν — ἐπιθαλασσίᾱν , ἐπιθαλάσσιος lying fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Ιεράπετρα — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 11.678 κάτ.) της Κρήτης, έδρα του ομώνυμου δήμου στον νομό Λασιθίου. Βρίσκεται στις νότιες ακτές του νομού, που βρέχονται από το Λιβυκό πέλαγος. Η Ι. παρουσιάζει αξιόλογη τουριστική κίνηση χάρη στο θερμό κλίμα της καθ’ όλη τη… … Dictionary of Greek